- παντυχία
- παν-τῠχία, ἡ,A general prosperity, GDI1567.4 ([place name] Dodona).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παντυχία — ἡ, Α καλή τύχη σε όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τυχία (< τυχής < τύχη), πρβλ. δυσ τυχία] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek